- αποκατάρι
- το κ. αποκαταριά, η1. η κάτω επιφάνεια πράγματος2. η κάτω μυλόπετρα3. τα αποκατάριατα τέσσερα εγκάρσια ξύλα του αργαλιού προς το έδαφος.[ΕΤΥΜΟΛ. < αποκάτω + (παραγωγική κατάλ.) -άρι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.